- ωοαποθετήρας
- ο, Νζωολ. βλ. ωοαποθέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωοαποθέτης — Όργανο των θηλυκών εντόμων (κυρίως ορθόπτερα και υμενόπτερα), με το οποίο διοχετεύουν τα αβγά τους στο έδαφος ή στους ιστούς ζωικών και φυτικών οργανισμών, όπου το έμβρυο μπορεί να βρει το καταλληλότερο περιβάλλον για την ανάπτυξή του. Λέγεται… … Dictionary of Greek
αθαλία — (αthalia). Ονομασία γένους υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των τενθρηδινιδών. Ζουν στην Αφρική, την Ασία και την Ευρώπη. Είναι μικρά σε μέγεθος και ονομάζονται πολλές φορές μύγες και πριόνι, γιατί ο ωοαποθετήρας των θηλυκών έχει δόντια σαν… … Dictionary of Greek